ξαγρύπνημα

ξαγρύπνημα
το , ξαγρύπνιά η , ξαγρύπνισμα τό бодрствование, проведение ночи без сна

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξαγρύπνημα" в других словарях:

  • ξαγρύπνημα — το [ξαγρυπνώ] αγρυπνία, ξαγρύπνια, το να μένει κάποιος άγρυπνος, το να χάνει τον ύπνο του …   Dictionary of Greek

  • ξαγρύπνημα — το, ατος το να μένει κανείς άγρυπνος, η αϋπνία, η αγρύπνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρυπνία — και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) [ἄγρυπνος] το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα μσν. νεοελλ. ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών αρχ. το χρονικό διάστημα τής φρούρησης, τής σκοπιάς 2.… …   Dictionary of Greek

  • ξαγρύπνισμα — το ξαγρύπνια, ξαγρύπνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαγρυπνώ, κατά τα ουδέτερα σε ισμα (από ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ξαγρύπνια — η το ξαγρύπνημα, η αγρύπνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαγρύπνισμα — το, ατος το ξαγρύπνημα, η αϋπνία, η ξαγρύπνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»